ζαλίγκα

ζαλίγκα
1. επίρρ. на плечах;
на закорках; 2. (τό ) см. ζαλίκι 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ζαλίγκα" в других словарях:

  • ζαλίγκα — και ζαλίκα, η 1. φορτίο, συνήθως από ξύλα που μεταφέρεται στους ώμους ή στη ράχη 2. (ως επίρρ.) πάνω στους ώμους, καβάλα («τόν πήρε ζαλίγκα μέχρι το σπίτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαλίκι] …   Dictionary of Greek

  • ζαλιγκώνω — [ζαλίγκα] βλ. ζαλικώνω …   Dictionary of Greek

  • ζαλίκι — το 1. φορτίο, ζαλίγκα 2. μτφ. οικονομικό ή ηθικό βάρος («κακό ζαλίκι ήταν αυτό to δάνειο») 3. το υπόστρωμα που προσαρμόζεται στην πλάτη ή στους ώμους τού αχθοφόρου και πάνω στο οποίο τοποθετείται το φορτίο 4. το σχοινί με το οποίο δένεται κάποιο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»